ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟ

Δέκα πράγματα που ξέρω για την Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης και την Ντόρα Τσάτσου


Δέκα πράγματα που θυμάμαι για τη Ντόρα Τσάτσου

1. Τα λόγια γι' αυτήν
«Εμένα προσωπικά μου φαίνεται περίεργη αυτή η αφοσίωση στο πρόσωπο της κ. Τσάτσου»(1)

Απορία ενός μέλους του νεοδιορισμένου Διοικητικού συμβουλίου της Κ.Σ.Ο.Τ., το οποίο τον Αύγουστο του 1988 ήταν υπεύθυνο για τη μη ανανέωση της θητείας τής τότε διευθύντριας Ντόρας Τσάτσου και την απόπειρα αλλαγής τής κατεύθυνσης της Κρατικής με την πρόσληψη της Βουλγάρας καθηγήτριας μπαλέτου Γκαλίνας Μπογκόεβα. Τα άλλα μέλη:
Νέλη Καρά, Σοφία Παπανδρέου-Κατσανέβα, Μαρία Ντότσικα και ο Ασσαντούρ Μπαχαριάν, ο οποίος σύντομα διαχώρισε δημόσια την θέση του(2).

2. Τη μάχη γύρω από το σώμα της
Το 1988 είχαμε τη μοναδική περίπτωση κατάληψης κρατικού καλλιτεχνικού εκπαιδευτικού ιδρύματος από τους καθηγητές του με καλλιτεχνικά και όχι οικονομικά αιτήματα. Το Σεπτέμβριο του '88, οι καθηγητές της Κρατικής, με αίτημα τη διατήρηση της φυσιογνωμίας τής σχολής έναντι της επαπειλούμενης μεταλλαγής της, κατέλαβαν τη σχολή. Στους επόμενους τρεις μήνες, διέμεναν με βάρδιες μέσα σ' αυτήν, συνέχισαν να διδάσκουν τα μαθήματά τους, διεξήγαγαν εισαγωγικές εξετάσεις. Μετά την ανακατάληψή της από την αστυνομία, οι καθηγητές, με συμπαραστάτες το σύνολο του ελληνικού χορού και με ορατό το κόστος της απόλυσής τους, αρνήθηκαν (πράγμα ακατανόητο για τα σημερινά ανακλαστικά) την πρόσληψή τους από την νεοεγκαθιδρυθείσα διεύθυνση. Οι λίγοι που μήδισαν δεν μπόρεσαν να παρουσιάσουν σημαντικό έργο και εκδιώχθηκαν μαζί με τη διεύθυνση, μετά από δύο χρόνια.

3. Η Ντόρα Τσάτσου ήταν ο δικός μας Αχιλλέας
Όταν ήμασταν μικροί και παίζαμε πόλεμο ή ποδόσφαιρο υπήρχε πάντα κάποιος στον οποίο προσβλέπαμε, συνήθως μεγαλύτερος, που ήταν ο ήρωας μας και θέλαμε να του μοιάσουμε. Λυγερός και αποτελεσματικός, καλός αλλά απρόσιτος όπως είναι όλοι οι ήρωες, μας ξάφνιαζε όταν τελικά μας απεύθυνε τον λόγο και αποκαλυπτόταν ότι τόσον καιρό μας κοίταζε. Κάποιος που σκεφτόμασταν ότι θα θέλαμε να γίνει φίλος μας, αλλά το σκεφτόμασταν δειλά, γιατί ξέραμε ότι αυτός άνηκε αλλού, ήταν μεγάλος. Ήταν αυτός που ανυπομονούσαμε πότε θα έρθει να παίξει, γιατί τότε είχαμε ελπίδα απέναντι στους αντιπάλους μας. Όταν επιτέλους ερχόταν, η μάχη μας αποκτούσε επικό χαρακτήρα, έστω κι αν χάναμε, δίναμε τη μάχη μας, γιατί ακόμα και να πισωπλατούσαμε, είχαμε κι εμείς έναν ήρωα, ήταν ο Αχιλλέας μας που θα έβγαινε από τη σκηνή του και θα έσωζε, έστω και προσωρινά, μόνο με την παρουσία του, τα καράβια μας.
Καθώς ετοιμαζόμασταν να πολεμήσουμε δεν ξέραμε για το τέλος που θα συνέβαινε αργότερα, όταν θα μεγαλώναμε, και θα φεύγαμε από τη γειτονιά. Μα ποιος ήταν αυτός ο πόλεμος; Και μάλιστα στο χορό!
Υπάρχει ένας πόλεμος, πραγματικός, με παρατάξεις, αντίπαλους ανελέητους στις επιδιώξεις τους, νίκες και ήττες, αλλαγές θέσεων, συμμαχίες, πάρσιμο σημαιών και κάστρων. Κάποιοι μπορεί να πουν ότι είναι εσωτερική υπόθεση μεταξύ κάποιων τεχνοτροπιών της τέχνης του χορού, όπως συνέβη και στην ιστορία της τέχνης του δέκατου ένατου και εικοστού αιώνα, μεταξύ Μπαλέτου και Σύγχρονου χορού, μεταξύ αφήγησης - αναπαράστασης και αφαίρεσης, μεταξύ ενός χορού ηδονοβλεπτικού και ενός χορού που λειτουργεί με παράμετρο την σκέψη, μεταξύ ελληνοκεντρικότητας και παγκοσμιοποιημένης διάχυσης κουλτούρας, ή απλώς, μεταξύ δύο θυγατέρων πολιτικών, αλλά δεν είναι τόσο απλοϊκά καθαρή η οριοθέτηση των αντιπάλων. Τέσσερα χρόνια μετά από τον θάνατο της Ντόρας Τσάτσου, η έλλειψη της είναι κρίσιμη για την πορεία του χορού στην Ελλάδα, ειδικά αυτήν τη στιγμή όπου πρέπει να επιλέξουμε εκ νέου το δρόμο του, όπου φαντάσματα του παρελθόντος διεκδικούν θέσεις, λες και η ιστορία ξαναγράφεται και οι μάχες πρέπει να ξαναδοθούν.
Η θέση μου θέλει να απηχεί την άποψη πολλών που θεωρούν ότι η σύγκρουση του 1988 είναι μία κορυφαία φάση μιας συνεχιζόμενης ιδεολογικής διαμάχης. Η διαμάχη είναι μεταξύ μιας άποψης για την τέχνη ένοχης για εγγενή αυταρέσκεια και δραπέτευση από την πραγματικότητα και μίας τέχνης που κάποιοι επιμένουν ότι μπορεί να μας ενώσει με αυτό που υποψιαζόμαστε ότι υπάρχει όταν βλέπουμε τους θείους μας να χορεύουν, όταν ακούμε να τραγουδάνε και να λένε ιστορίες, όταν κοιτάμε τον ουρανό και τα χωριά μας.
Είμαστε πολλοί αυτοί που δεν θέλουμε να αισθανόμαστε ότι αυτή η χώρα έχει κατακτηθεί, αλλά έχει χώρο και για εμάς.
Η Ντόρα Τσάτσου δε ζεύτηκε στο άρμα του νεορομαντισμού του Αμερικάνικου μοντέρνου χορού ή της κάθετα παγιωμένης ερμηνευτικής στάσης του Γερμανικού, όπως οι συνήθεις μεταπράτες του χώρου, οι οποίοι χωρίζονται σε εμπορικές αντιπροσωπίες και μάχονται αλλήλους για μερίδιο της αγοράς μαθητών. Αν θελήσουμε να ενώσουμε λόγια της – ιδέες της - ύφος, τα αραιά ίχνη θα τη φέρουν πιο κοντά στον Θεόφιλο Καΐρη και την έπαρση της ερευνητικότητας του Ελληνικού διαφωτισμού.
Η θεολογία του ωραίου στο Μπαλέτο τής ήταν αδιάφορη για να είναι ο αληθινός αντίπαλός της. Στόχος της ήταν ο χορός να συνδεθεί με την διατρητική δύναμη του λογοκεντρισμού της Ελληνικής σκέψης. Η υποτακτικότητα του Μπαλέτου, κληρονομιά των καθεστώτων που το εξέθρεψαν, αλλά και το «όλα πάνε» του Μεταμοντερνισμού των παγκοσμιοποιημένων καπιταλιστικών οικονομιών δεν μπορούσαν να την γοητεύσουν. Δεν ήταν τυχαίο ότι στο θέατρο προσπάθησε να βρει τα νοήματα που η τέχνη του χορού συνήθως διακοσμεί ξοδεύοντας σώματα. Κάποιοι θα πουν «ωχ πάλι ο εθνοκεντρισμός της γενιάς του 30», αλλά μήπως η Ντόρα ήξερε καλύτερα από όλους μας τι πραγματικά πολεμούσε ο Σεφέρης?
Εξηγούμαι: ο χορός με το τέλος της μεταπολίτευσης γίνεται και στην Ελλάδα πεδίο αληθινής σύγκρουσης, με αντικείμενο το σώμα. Ο καταναλωτισμός έργων τέχνης, ο οποίος συμβαδίζει με τις μόλις τότε αποκτημένες αστικές ελευθερίες, επιτρέπει μεν την ελευθερία επιλογής ύφους, αλλά βρίσκει στο χορό την ιδανική καλλιτεχνική έκφραση όπου συνήθως αποφεύγεται η απαίτηση νοημάτων, για χάρη μιας άλογης διασκεδαστικότητας. Έτσι ο χορός γίνεται σημαία-απολογητής μιας κοινωνίας που σε λίγο η μόνη διέξοδος της θα είναι να καταναλώνει χωρίς καμία πρόταση ενδοσκόπησης. Μια τέχνη η οποία προσφέρει άλλοθι τέχνης σε απλές διαχειρίσεις εικόνων σωμάτων εσαεί νεότητας - οριοθετημένης σεξουαλικότητας και εγωκεντρικής συναισθηματικότητας. Αυτός είναι ο χορός στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, μια τέχνη που μπορεί εύκολα να συγχέεται με τις εικόνες και τις διαδικασίες των διαφημίσεων στα λάιφ στάιλ περιοδικά.
Σ’ αυτό το διανοητικό πεδίο σύγκρουσης η Ντόρα Τσάτσου, ως διευθύντρια της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης, διατύπωσε καθαρά το αίτημα και χρησιμοποίησε τη δύναμη της για να κατευθύνει το εκπαιδευτικό σύστημα προς ένα χορό ανεξάρτητο από πανωσηκώματα με Δυτικοευρωπαϊκές προσόψεις. Ένα χορό ο οποίος θα χρησιμοποιούσε μεν τις αισθητικές τεχνικές επινοήσεις του παρελθόντος, αλλά με κριτική απόσταση, χωρίς την ανερώτητη υποταγή και φανφαρονισμό μιας βιαστικής, αλλά όψιμης αστικοποίησης. Όλες οι αισθητικές πρακτικές του χορού από το Μπαλέτο μέχρι και το Σύγχρονο χορό θα χρησιμοποιούνταν ως εργαλεία συνομιλίας με το παρελθόν και ερμηνείας του παρόντος σε αυτήν εδώ τη χώρα.
Ποιοι δεν κατάλαβαν ότι πίσω από την επιδίωξη της Ελληνοκεντρικότητας στο καλλιτεχνικό πεδίο, έφεγγε η πιθανότητα αυτοδιάθεσης στο κοινωνικό;

4. Η μορφή της 
στη φωτογραφία του Δρομάζου, τα μάτια της, η μύτη της, το χαμόγελο της, το δέρμα της
Συνηθισμένοι πια σε ιδέες για την ελληνική ομορφιά, φτιαγμένες στη φαντασία των Βορείων, μένουμε έκπληκτοι από το πόσο οικεία, αλλά και παλιά είναι η ομορφιά της. Η μορφή της είχε κάτι το λιτό και ατσαλωμένο, πλασμένο σε νηστείες όχι θρησκόληπτων αλλά πολιορκημένων. Η μύτη κυρτή, αλλά δυνατή και επίμονη, το χαμόγελο γνωστικό αλλά και σιωπηλό από ευγένεια. Το βλέμμα της φανερά ερευνητικό για να ξέρεις ότι σε κοιτάζει, καμιά σχέση με το συνηθισμένο βλέμμα των χορευτριών που εκλιπαρεί τον θαυμασμό μας και συσσωρεύει φόβους απορρίψεων. Είχε την πονηριά και την στωικότητα της γυναίκας που επιβίωσε Βυζάντιο, Κατοχή, ‘21, αλλά είχε και την υπερηφάνεια, την έπαρση της Μικρασιάτικης αρχοντιάς. Πρωτοφανέρωτη φεμινίστρια που δεν περιοριζόταν στην άρνηση, αλλά άφηνε και τα μαλλιά της μακριά. Η Ντόρα Τσάτσου δεν ήταν μόνο Μικρασιάτισσα αλλά και Μανιάτισσα, Σουλιώτισσα.
5. Ο χώρος γύρω της
Είχα επισκεφτεί το σπίτι της όχι περισσότερες από 3 - 4 φορές. Ήταν ένα πυκνό σπίτι, όπου κυριαρχούσαν λαβύρινθοι βιβλίων και κάτι που έρχεται καμιά φορά μαζί με αυτά. Επάνω στα έπιπλά της (όχι λευκά σαν τα μεταμοντέρνα που αρνούνται την ύπαρξη του ανθρώπου, εξαφανίζουν τη σκόνη και τείνουν να είναι σαν κανείς να μην κατοικεί και σαν να μην γράφεται η ιστορία) βαριά βιβλία που αν τα ανοίξεις μυρίζεις τις ζωές των παρελθόντων. Σπίτι σε παρακείμενο χρόνο, σαν ένας άνθρωπος που μεταφέρει από τον πατέρα στην κόρη, από τον θείο στην ανιψιά, λέξεις-ερμηνείες από τους αρχαίους Έλληνες στον Σπινόζα, στο τώρα. Λέξεις που η ετυμολογία τους φέρνει συζητήσεις, λύσεις.
6. Στο μάθημά της
Πριν η τεχνική χορού Γκράχαμ απογίνει ένα φορμαλιστικό κοστούμι αναμνήσεων κωδικοποιημένου πάθους, ήταν μια άσκηση, όπου οι κινήσεις απαιτούσαν πέρα από την κιναισθησία και την υπαρξιακή εμπειρία του μαθητευόμενου. Το μάθημα της, αλλά και η διεύθυνσή της ήταν ήρεμα, χωρίς την αυταρχικότητα των μεγάλων παραγωγικών σχολών τεχνικής, χωρίς την αδιαφορία που συναντάμε στα μεταμοντέρνα μαθήματα. Δίδασκε χωρίς την ανάγκη ειδωλολατρίας που συνήθως ελλοχεύει δίπλα στον ενθουσιώδη, αλλά και επηρμένο και αυτάρεσκο δάσκαλο. Αντίθετα με αυτό, το κείμενο η Ντόρα απέφευγε τα επίθετα και προτιμούσε τα απαρέμφατα και τα ρήματα. Δεν προσπαθούσε να σε γοητεύσει, αλλά σιωπηλά σε παρότρυνε να βρεις την σχέση σου με αυτό που ισχυριζόσουν ότι ήθελες να πεις.

7. Το ειρωνικό της τύχης της
Μα δεν είναι ειρωνεία να περπατάς δίπλα σε όνειρα αριστερά, να είσαι αρχοντικά αναιδής σαν αναρχικιά της δεξιάς και να σε εξοβελίζει ένα τμήμα της σοσιαλιστικής κυβέρνησης και να αποκαθιστά το έργο σου η Ν. Δημοκρατία?
8. Τη σχολή που διοίκησε, την Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης, και όχι για συντομία Κρατική Σχολή Χορού
Δεν είναι η ανάγκη συντόμευσης ο λόγος αυτής της μετονομασίας, αλλά η σιωπηλή διολίσθηση από την αρχική διάσταση της τέχνης του χορού στην Ελλάδα, τέχνης ολικής που συνδέεται με την Αρχαία τραγωδία σε ένα άλλο μοντέλο, το οποίο την αποκόβει από το πολιτιστικό παρελθόν για χάρη μιας εργασιακής αναγκαιότητας, εξειδίκευσης. Μια σχολή που σχεδίασε ο Κοντολέων πάνω στο λόφο του Λυκαβηττού σαν σπίτι στην Ήπειρο ή στα βράχια των νησιών. Μια σχολή σε μέτρο ελληνικό, όταν μπαίνεις δε χάνεσαι, αλλά κοχλιωτά σε τυλίγει μέσα της για να σε ωθήσει προς το γαλάζιο της ταράτσας, τα βράχια και τις μυρωδιές του Λυκαβηττού. Μια σχολή που δεν θέλει να παραστήσει κάτι άλλο από αυτό που χρειαζόμαστε, μια ακαδημία χορού απαιτούν οι εισαγωγείς λέξεων ξεχνώντας ότι ακαδημία σημαίνει αυτό που αποπειράθηκαν η Κούλα Πράτσικα και η Ντόρα Τσάτσου. Γι’ αυτό και ακροβάτησαν σε αυτόν το δρόμο, ισορροπώντας, αλλά απαιτώντας την Ελληνικότητα όχι σαν εθνικοσοσιαλιστική μίμηση μα σαν απόπειρα να συνθέσουμε με όσα κομμάτια μας βρούμε κάτι αυθεντικά δικό μας, και να συνδεθούμε όχι τόσο με την παράδοσή όσο με την κοινωνία που θα θέλαμε να σχηματιστεί γύρω μας.

9. Τη σιωπηλή γιορτή
Το 1999, όταν συνειδητοποιήσαμε το αναπόφευκτο τέλος, 8 μαθητές της αποφασίσαμε να οργανώσουμε την παράσταση με τίτλο «Το μαγικό ραβδί», χορογραφώντας από ένα τραγούδι ή μουσικό έργο το οποίο θα μας πρότεινε η ίδια η Ντόρα. Ήταν ο μοναδικός τρόπος που σκέφτηκα για να την συνοδεύσουμε τις τελευταίες ημέρες της. Οι προετοιμασίες κράτησαν τέσσερις μήνες, κατά τους οποίους, σύμφωνα με το σχέδιο μου, την επισκεπτόμασταν με πρόσχημα την παράσταση. Θυμάμαι την αγωνία μας αν θα προλαβαίναμε να κάνουμε την παράσταση, τον κόσμο να ανοίγει καθώς την έφερναν, θυμάμαι να ψάχνω μέσα στο σκοτάδι για τα μάτια της, για τις σκέψεις της καθώς μας κοίταζε, θυμάμαι τα σώματα όλων όσων συμμετείχαν και μέρους του κοινού που σταδιακά ερχόντουσαν και γέμισαν την σκηνή στο τελευταίο κομμάτι εκείνης της βραδιάς, φτιαγμένο από την Τιτή Αντωνοπούλου. Η αφήγηση λέει ότι είχε βαστάξει μέχρι την παράσταση και την επομένη ημέρα κατέρρευσε. Είχαν πάρει μέρος χορογραφώντας οι Μαρία Ανθυμίδου, Τιτή Αντωνοπούλου, Νανά Βαχλά, Αντιγόνη Γύρα, Μάχη Δημητριάδου, Όλια Ιωάννου, Ντορίνα Καλεθριανού, Δήμητρα Κρητικίδη, Κωνσταντίνος Μίχος.

10«Πάλι αυτή η μελαγχολία του παρόντος» 
μου λέει καθώς το διαβάζει «αυτό που αναζητάς είναι το παλιό καλό μέλλον»
Κι εγώ της απαντώ: «Ναι».


Σημειώσεις
1. Ραλλίδη, Τζούλια, Το Βήμα, 24.7.1988.
2. Αποσπάσματα εφημερίδων, ανακοινώσεων Σωματείου καθηγητών ΚΣΟΤ, Συλλόγου γονέων, Σωματείου Ρυθμικής από το αρχείο της Μαρίας Ανθυμίδου.


19 / 12 / 11