ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟ

Μάθημα χορού


Μάθημα χορού νο 7


Αυτά τα βίντεο, όπου επαγγελματίες χορευτές μιμούνται μικρά παιδάκια, γελοιοποιούν την κοινή αντίληψη που υπάρχει στο κοινό αλλά δυστυχώς και σε πολλούς χορογράφους ότι τα σώματα σε unison είναι η υπέρτατη χορογραφική αξία.( Σημ. αυτό συμβαίνει μόνο στην τέχνη του χορού και θα ήταν αδιανόητο σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη, μουσική/λογοτεχνία κ.α. όπου εδώ και χιλιετίες επιζητάται η πολυφωνία). Είναι κοινός τόπος, οτιδήποτε και να κάνετε σε unison αποκτά αυτόματα μια εύληπτη εικαστική ισχύ, παρακάμπτει το αίτημα κάθε έργου τέχνης για συγκεκριμένο νόημα και γαργαλά τον πειθαρχικό χαρακτήρα με τον οποίο είναι εμποτισμένος ο Χορός από την εποχή που τα μπαλέτα του Λουδοβίκου χρησιμοποιόντουσαν σαν πολεμικές επιδείξεις σε πρέσβεις αντίπαλων κρατών. 


Αυτά τα βίντεο όμως απελευθερώνουν και κάτι άλλο, ανησυχητικό για την εκπαίδευση στον χορό, παρά το γεγονός ότι οι χορευτές που μιμούνται είναι συνήθως πολύ καλοί, ευφυείς, με γρήγορη αντίληψη και πλαστική κίνηση, εμείς προτιμάμε να κοιτάμε τα μικρά παιδιά, όχι γιατί είναι παιδιά και όπως λέμε στο θέατρο κλέβουν την παράσταση αλλά γιατί προτιμάμε την ιδιαίτερη και εντελώς προσωπική κίνησή τους από την λουστραρισμένη, λεία και ομοειδή κίνηση των επαγγελματιών.

Παρακολούθησα εχτές την παράσταση των μαθητών της Κρατικής στο Μέγαρο. Δεν χρειάζεται να πω ότι το επίπεδο των μαθητών τεχνικά ήταν εκπληκτικό ούτε θα επεκταθώ στο γεγονός ότι το έργο της Γκράχαμ ήταν συνθετικά πολύ ανώτερο από όλα τα υπόλοιπα, απόδειξη ότι υπάρχουν έργα που αντέχουν στον χρόνο. Θέλω να επικεντρωθώ σε ένα επαναλαμβανόμενο αίσθημα που παίρνω μετά από πολλές παραστάσεις χορού, όπου παρά την φανερή προσπάθεια να βρεθεί μια ιδιαιτερότητα στην κίνηση, τελικά τα σώματα στοιβάζονται σε πυκνούς σχηματισμούς ταυτόσημης στο χώρο και τον χρόνο, με μόνο αξιακό εργαλείο την όλο και πιο αυξανόμενη ταχύτητα και τελικό πνιγηρό αίσθημα αυτό ενός στρατοκρατούμενου κόσμου. Θα ήθελα να δω αυτές τις χορογραφίες σαν στοχευμένες από τους δημιουργούς αντανακλάσεις της εποχής μας, αλλά η άγρια απαίτηση του κοινού για θέαμα (όπως το ζήσαμε εχτές) μου θυμίζει αρένα και με κάνει να αμφιβάλω αν βλέπουν αυτά τα έργα σαν κριτική απέναντι στο εποπτικό βλέμμα της εξουσίας και την συνεχή προσπάθεια της να μας πειθαρχήσει.



Μάθημα χορού νο. 6


Ανοίγοντας τυχαία την τηλεόραση συνειδητοποίησα ότι σε μια σκηνή 3' εικονογραφείται όλος ο σύγχρονος χορός
Πτώσεις ξαφνικές και αναίτιες, κολάζ με ετερόκλητα βήματα, ακροβατικά, ξανά πτώσεις, κινητικές φράσεις που δεν ξεπερνούν ένα μουσικό μέτρο και δύο τετραγωνικά μέτρα, βλέμμα πάντα προς το κοινό, ρούχα καθημερινά μεν αλλά επιλεγμένα για ηδονοβλεπτική ματιά, μέχρι και το "No Manifest" της Υβόν Ράϊνερ ακούγεται, ενώ το κοινό είναι όμοιο ακόμα και στην άγρια απαίτηση να ξαναδεί αυτά που του αρέσουν



Μάθημα χορού Νο 4


O Ζαν Λύκ Γκοντάρ και ο Xορός
Θα ήθελα να κάνω μια χορογραφία στην οποία οι χορευτές ξαφνικά σταματούν να χορεύουν και αρχίζουν να διαβάζουν βιβλία ή να γυρνάνε και να μιλάνε κατάφατσα στο κοινό, λέγοντας τις σκέψεις τους ή απλές ιστορίες, γιατί όχι; Οι χορευτές δεν σκέφτονται όταν χορεύουν; ("Ζούσε την ζωή της"),
θα ήθελα να κάνω μια χορογραφία με voice over να σχολιάζει τι μπορεί να σκέφτομαι όταν χορεύω ή τι θα κάνω αμέσως μετά, γιατί όχι; Οι θεατές δεν σκέφτονται όταν βλέπουν χορό;
μια χορογραφία που θα διακόπτεται από στιλιζαρισμένα μινιμαλιστικά «χορευτικά» σαν διαλείμματα στον "κανονικό" χορό ("Μια ξεχωριστή συμμορία"),
μια χορογραφία για το σώμα του χορευτή πριν ανοίξει η αυλαία, για τον τρόπο παραγωγής μιας χορογραφίας, πως στρώνεται το λινόλεουμ, το ζέσταμα και την διαφορά του από τον χορό με τα φώτα αναμμένα ("Πάθος"),
μια χορογραφία μόνο με τα επιμέρους μέρη του σώματος των χορευτών ("Σαββατοκύριακο"), 
με σκηνικά και φωτισμούς που δεν θα χρησιμοποιήσω αφηγηματικά ("Η Κινέζα").
Θα ήθελα να κάνω μια χορογραφία για τους διευθυντές φεστιβάλ ή τους συμβούλους τους, αυτούς που αποφασίζουν ποιους θα δείτε να χορεύουν ("Περιφρόνηση")
ή μια χορογραφία για το αν ένα φεστιβάλ χωρίς επιλογή συμμετοχών έχει διαφορετικά έργα από τα φεστιβάλ με επιλογή,
μια χορογραφία για την δυσκολία να κάνεις μια χορογραφία όπως την θέλει το κοινό ("Σχετικά με μια μικρού μήκους για την Λωζάνη")
και μία για την εκπόρνευση του σώματος αλλά να καταφέρω να μην είναι πορνογραφική ("Η γυναίκα είναι γυναίκα").
Θα ήθελα να φτιάξω ένα έργο που να απαντά στο εξής ερώτημα: αν για τον Γκοντάρ ο αντίπαλος στον κινηματογράφο είναι το χόλιγουντ, στον χορό ποιος θα ήταν; Όχι το Μπαλέτο, μου αρέσει ο Μπαλανσίν όπως στον Γκοντάρ άρεσαν οι κλασικοί Χωκς, Φούλερ, Λάνγκ. Μήπως όπως ο Γκοντάρ μισούσε τον εκβιαστικό συναισθηματισμό του Κλώντ Λελούς και την αυτάρεσκη λαϊκίστικη κοινωνική κριτική του Μάικλ Μουρ έτσι και στο χορό αντίπαλος είναι η ηδονοβλεπτική χρήση της βίας μεταμφιεσμένη σαν κριτική από Κεντροευρωπαίους σαν τον Βιμ Βαντεκύμπους και ο δήθεν ρεαλισμός του devised theatre;
Θα ήθελα να φτιάξω ένα έργο για το σώμα και την ηθική στα όρια τους, για τα βασανιστήρια, για την ανηθικότητα τους καθώς όλοι τα χρησιμοποιούν ("Ο μικρός στρατιώτης"),
μια χορογραφία για την Κρίση και κυρίως για την δυσκολία και τους κινδύνους όταν μιλάς για την Κρίση ("Μακριά από το Βιετνάμ"),
θα ήθελα να μην κάνω έργα γενικόλογα αλλά να αναφέρομαι σε συγκεκριμένους ανθρώπους με τα ονόματα τους, εχτές στην προβολή της ταινίας "Πράβδα" απόλαυσα την δυσανασχέτηση κάποιου που καθόταν από πίσω μου με τους πολύ καθαρούς και επίκαιρους χαρακτηρισμούς του Γκοντάρ.
Ένα έργο για το γιατί χορεύουν χωρίς πληρωμή οι χορευτές ("Όλα Πάνε καλά"),
για το τι κάνουν όταν σταματούν να χορεύουν ("Η ελεγεία του έρωτα"),
θα ήθελα να κάνω ένα έργο με αναφορές σε παλαιότερα έργα της ιστορίας του χορού, για να τα σχολιάσω και να χαράξω τα όρια της επίδρασης τους και την αυθεντικότητα μου.
Θα ήθελα να φτιάξω έργα στα οποία θα αυτοεξαφανιστώ σαν αποκλειστικός δημιουργός τους και όλοι θα συμμετέχουν ισότιμα στην δημιουργία τους, επαγγελματίες αλλά και καθημερινοί άνθρωποι ("Βρετανικοί ήχοι").
Να χρησιμοποιήσω βίντεο και να αναρωτηθώ για την χρήση του ("Ο σώζων εαυτώ σωθείτο") 
Μια χορογραφία για το ίδιο το θέατρο όπου παρουσιάζεται, 
για τον δρόμο στον οποίο είναι το θέατρο.
Θα ήθελα να κάνω χορογραφίες επιθετικές προς τα κλισέ του χορού, απαιτητικές του τώρα, πολιτικά διδακτικές και μετά καθώς γερνάω να βρω μια κάποια αγαπητικότητα απέναντι στον χρόνο μου που περνάει και ότι έχω φτιάξει ("Film Socialism").
Μα όλα αυτά τα έχω/έχουμε κάνει ήδη.
Αυτή είναι και η επόμενη παράσταση μου "ΜΟΝΟ" https://www.facebook.com/events/1477292109175104/?ref_dashboard_filter=upcoming
Κοίταξα τις ηλικίες μας, έχουμε πια μόνο 30 χρόνια διαφορά.
Αν κοιτάξουμε με προσοχή, με αυτά τα ίδια θέματα ασχολήθηκε και η πρωτοπορία του χορού πχ η Υβόν Ράινερ.
Η διαφορά ανάμεσα σε έναν Αμερικάνο καλλιτέχνη της πρωτοπορίας του χορού του 60 και τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ είναι ότι η εμβέλεια του πρώτου θα φτάσει μόνο μέχρι τον προβληματισμό για το φύλο, την αναπαράσταση και την εσωτερική σύγκρουση με την γλώσσα του χορού, αλλά στην τέχνη του δεν θα συναντήσουμε κάτι, αυτό ...........που κάνει να βλέπεις μια ταινία του Γκοντάρ και όταν τελειώνει να γυρνάς και να κοιτάς τους άλλους θεατές με αγάπη, σαν να είσαστε σύντροφοι, όπως μου συνέβη εχτές στην προβολή του "Μακρυά από το Βιετνάμ" στην Ταινιοθήκη http://tvxs.gr/news/sinema/kai-«tora-gkontar»-stin-tainiothiki-tis-ellados-programma-probolon.
Τι είναι αυτό; Δεν προλαβαίνω, τρέχω να δω τον "Ανατολικό άνεμο"

Εντζ οφ Τουμόροου


Όταν τελειώνει ο χρόνος

Ένας άντρας γεννιέται το 1960.
Το πρωί της 16ης Νοεμβρίου του 1973 ξεκινάει για 
το σχολείο, πάει δευτέρα γυμνασίου στο 7 γυμνάσιο Παγκρατίου, αλλά οι περισσότεροι συμμαθητές του κάνουν κοπάνα και κατεβαίνουν στο Πολυτεχνείο, πάει μαζί τους και μένει μέχρι το βράδυ, στις 9 παρά 20 στη γωνία Μάρνης και Πατησίων μια σφαίρα τον χτυπάει, πεθαίνει,
και ξυπνάει,
είναι νωρίς πρωί 16 Νοέμβρη, ξαναπάει στο σχολείο, αλλά αυτή την φορά δεν κατεβαίνει μαζί με τους συμμαθητές του στο Πολυτεχνείο
και σώζεται
αλλά ξέρει ότι σε μια άλλη χρονοδιάσταση σκοτώθηκε, γεμίζει θυμό και συμπόνια.

Απόγευμα 16 Νοέμβρη του 1980, είναι την πορεία προς την Αμερικάνικη πρεσβεία, στην επίθεση των ΜΑΤ τον χτυπάνε στο κεφάλι, πεθαίνει
αλλά ξαναξυπνάει, είναι το πρωί της ίδιας ημέρας, πηγαίνει στην πορεία αλλά την στιγμή που ο άγνωστος αστυνομικός των ΜΑΤ ενώ έχει τελειώσει η πορεία πάει να τον χτυπήσει πισώπλατα στο κεφάλι, σκύβει και αποφεύγει το θανατηφόρο χτύπημα και σώζεται,
από τότε συνειδητοποιεί ότι μπορεί να ξαναζεί την ημέρα του θανάτου του και με αυτό τον τρόπο να την αποφεύγει, γίνεται άφοβος,

Τον Απρίλιο του 1999 είναι στην Σερβία, στις 23 περνώντας το βράδυ από τον τηλεοπτικό σταθμό του Βελιγραδίου το θραύσμα ενός πυραύλου τον σκοτώνει μαζί με άλλους 16 ανθρώπους,
αυτόν δεν τον πειράζει, ξαναζεί την ίδια ημέρα και το βράδυ δεν μένει στον τηλεοπτικό σταθμό, τους προειδοποιεί αλλά δεν τον πιστεύουν, σκοτώνονται πάλι όλοι εκτός από αυτόν.
Έτσι, με αυτή την ανέλπιστη μαγεία της φυσικής, αρχίζει να πιστεύει ότι με το μπρος πίσω κάθε θανάσιμης ημέρας μπορεί να αλλάξει τον ρου της ιστορίας, να σώσει τον κόσμο.
Από τότε είναι παντού, όλο σκοτώνεται και όλο ξαναπροσπαθεί μέχρι να ξανασκοτωθεί και να ξαναζήσει αλλιώς την θανάσιμη ημέρα.

Όταν ξεσπάει η κρίση στη Ελλάδα μένει άνεργος, αποφασίζει να αυτοκτονήσει, σκέφτεται ότι με την θυσία του θα κινητοποιήσει τον κόσμο και θα αλλάξει την πορεία των πολιτικών εξελίξεων, δεν θα ψηφιστεί το μνημόνιο, δεν θα ....., θα......,
πυροβολά τον εαυτό του δημόσια, ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού όμματος υπονοεί δημόσια ότι είχε ψυχολογικά προβλήματα,
ξαναπυροβολά τον εαυτό του, αυτή την φορά αφήνοντας ένα ξεκάθαρο χειρόγραφο μήνυμα για να μην τον παρερμηνέψουν, τα ίδια,
ξυπνά, καινούργια μνημόνια, τίποτα δεν αλλάζει.

Επιδιώκει και πλακώνεται με φασίστες, για να αποτρέψει την άνοδο της Χρυσής Αυγής, μαχαιρώνεται, πεθαίνει, ξαναξυπνά, πάει πιο πίσω στο 2009, πιο πίσω στο 2004, ξανά ξανά τίποτα δεν αλλάζει,
είναι 2014 10 % των Ελλήνων ψηφίζουν Χρυσή Αυγή και 70% φιλομνημονιακές παρατάξεις.

Είναι πια 54 χρονών,
αρχίζει να σκέπτεται ότι δεν μπορεί να ζήσει όλη την ζωή του έτσι, ποτέ η ημέρα της ελευθερίας να μην φτάνει, κάτι άλλο πρέπει να κάνει, αλλά δεν ξέρει τι,
και έχει ζήσει τόσες πολλές ζωές, πάντα από το άδικο κυνηγημένος, φοβάται μην κουραστεί, δεν μπορεί να περιμένει ούτε τον Σύριζα ούτε το ΚΚΕ ούτε την Ανταρσύα.
Στην επόμενη πορεία ορμάει καταπάνω στα ΜΑΤ, ναι ορμάει καταπάνω τους, σκέφτεται ότι κάποιος πρέπει να το κάνει και να παρασύρει τους άλλους, προσέχει μόνο να τον σκοτώσουν, διότι όπως και στην ταινία αν απλά τραυματιστεί θα χάσει την δυνατότητα να ξαναγεννιέται.

Αυτό που δεν ξέρει είναι ότι και οι αντίπαλοι του έχουν την ίδια δυνατότητα, να ξαναζούν την επικίνδυνη για αυτούς ημέρα, είναι αυτοί που σκοτώθηκαν το '44 στον Μελιγαλά ή που πέθαναν στην φυλακή μετά την χούντα ή που πέθαναν και τους κηδέψαν με τιμές αλλά ο άλλος τους εαυτός επιβίωσε και συνέχισε ίδιος, διότι το κακό δεν αλλάζει.

Αν το ήξερε αυτό, θα έκανε κάτι που δεν υπάρχει στην χολυγουντιανή ταινία, θα έψαχνε να βρει και άλλους που ξαναγεννιούνται κάθε ημέρα, μόνος του κανείς δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μόνο να τον ξαναζεί.

Τζαζεμένοι


«Τζαζεμένοι»
Είναι μια λέξη που δεν υπάρχει σε άλλη γλώσσα.
Ξεκίνησε στην δεκαετία του 70, από την gay κοινότητα και σημαίνει αυτόν που είναι αλλού, που έχει ξεφύγει από την καθημερινότητα μας, είναι διαφορετικός, λοξός, φευγάτος, αλλά και ποθητός.

Είναι Τζαζεμένοι, ο Αντώνης Σταυρινός, ο Γιάννης Δεσποτάκης, η Κατερίνα Μανιού; ή απλά είναι πολύ καλοί μουσικοί;
Είναι και πολύ καλοί μουσικοί, κοιτάζω μπροστά μου τα εκατοντάδες βινύλια και cd της δισκοθήκης μου, το μάτι μου διατρέχει τζαζ, Σεσιλ Τεϋλορ, Μονκ, παραδοσιακές μουσικές, κλασικούς και αν τα συγκρίνω δεν βρίσκω κάτι τόσο καθαρό και ταυτόχρονα ανοιχτό σε οποιοδήποτε ήχο και ρυθμικό ή τονικό συσχετισμό με την συναυλία τους που παρακολούθησα προχτές στο Ακρότεχνο.
Αλλά κυρίως είναι τόσο αποφασιστικοί που η βιαιότητα της μουσικής τους γίνεται παραδειγματική για την ζωή μας.
Ακούω την ακρίβεια των πολυρυθμιών του Γιάννη Δεσποτάκη, την απίστευτη βία που εκρέει η οποία κάνει τους ακροατές των Μετάλικα απλά φλώρους μαγεμένους από το θέαμα του ηλεκτρισμού.
Ακούω την σιωπή της Κατερίνας Μανιού και μετράω τις στιγμές πριν ξεσπάσει στο πιάνο και όλη την Δυτική αρμονία και όλα τα κλισέ του πως παίζει μια γυναίκα.
Ακούω τον Αντώνη Σταυρινό, τις ανάσες του που γίνονται κραυγή που γίνεται ύμνος και θαυμάζω την στοχευμένη ηρεμία του, πως συνοδεύεις ένα βόρβορο και του δίνεις συναίσθημα;

Είναι Τζαζεμένοι οι μουσικοί των T.I.M.E. ή είναι απλά μουσικοί που ζουν κάθε στιγμή σαν μουσικοί (δεν διαφοροποιούν πρόβα από παράσταση, απόλαυση από άσκηση εναρμόνισης);
Εχτές, στην ονειρική βραδιά που δημιούργησαν ξεκίνησαν να παίζουν πριν ανεβούμε να τους ακούσουμε και συνέχισαν να παίζουν και αφού φύγαμε. Σαν τα όνειρα, δεν ξέρουμε πότε τα πρωτοείδαμε και ελπίζουμε να μην τελειώσουν.
Στο μεσοδιάστημα που ήμασταν ξύπνιοι, εννοώ ζωντανοί, μας αφηγήθηκαν παραμύθια και ιστορίες από Άντερσεν μέχρι Μπουκάι (το κοριτσάκι με τα σπίρτα μέχρι την ιστορία του ανθρώπου που έπεφτε κάθε μέρα στην ίδια τρύπα έξω από το σπίτι του), ενώ ταυτόχρονα αυτοσχεδίαζαν φωνές και αντάλλασσαν έμφυλες ταυτίσεις με όργανα (η Μαρία στην Ηλεκτρική κιθάρα! πριν την πιάσει ο Παναγιώτης που άφησε τα κρουστά στην Χριστίνα, ενώ ο Γιώργος είχε την μπάσα φλογέρα όταν την ακούμπησε κάτω η Μαριέτα για να σηκώσει το βαρύτονο σαξόφωνο).

Παίζουν τζαζ όλοι αυτοί οι μουσικοί; μόνο; όπως δεν ξέρω τα όρια της ποίησης, ακούγοντας τα ποιήματα του George La Nonce παρα-προχτές στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του «Εμονίδης». Μια ποίηση που ξεπερνάει το τι συνηθίζουμε ως ποίηση, γίνεται πρόζα, γίνεται αφήγηση, γίνεται πιθανότητα για θεατρική παράσταση και ξαναγίνεται ποίηση παίζοντας με τους ρυθμούς των συναισθημάτων μας.

Μα! αυτό κάνει και η αυτοσχεδιαζόμενη μουσική, το δράμα των επιλογών των μουσικών γίνεται πορεία συναισθημάτων για εμάς.
Τους άκουγα και απομόνωνα ένα όργανο και αναρωτιόμουν τι θα παίξει ο άλλος και συνέχεια με εξέπλησσαν, αλλά αυτό που άκουγα ήταν φυσικό, λογικό και ευφάνταστο.
Τι κάνει η αυτοσχεδιαζόμενη μουσική; ξεκινάει μέσα στα στενά πλαίσια των οργάνων της Δυτικής αρμονίας και ρυθμού και τα διευρύνει, μας ανοίγει τις πιθανότητες νέων σχέσεων.
Για τι τους θαυμάζω τόσο; διότι μπορούν να αυτοσχεδιάζουν όχι γυρνώντας προς τα μέσα αλλά με εξωστρέφεια, η ένταση που έβγαζαν προχτές ο Αντώνης ο Γιάννης και η Κατερίνα ήταν απίστευτη, το αντίστοιχο θα ήταν να φανταστώ 3 χορευτές να εκσφενδονίζονται με μανία και να συνταιριάζουν τα σχήματα τους αστραπιαία. Ίσως γι’ αυτό βαριέμαι το Contact και την προ-αποφασισμένη υποχρεωτική αρμονία του.
Υπάρχει και κάτι άλλο στους μουσικούς του αυτοσχεδιασμού, ταπεινότητα. Όταν οργανώνεις το χάος, αυτό πρέπει για να το κάνεις να είσαι ταπεινός, να δεχτείς το παραμικρό, αντίθετα με τους αυτοσχεδιαστές του χορού που αποπνέουν κουλ (όχι του Μάιλς Ντέηβις) έπαρση και ματσίσμο.

Οι Τζαζεμένοι έχουν ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό, ενώ υποτίθεται ότι είναι φευγάτοι, αλλού, άρα δεν πρέπει να τους έχεις εμπιστοσύνη, είναι αυτοί που είναι οι πιο καταδεχτικοί, αυτοί που πεινούν περισσότερο για συνεργασίες, που θα πουν ναι αμέσως και θα έρθουν και θα σε βρουν με τον πιο αθώο εαυτό τους, έτοιμο λες από πάντα για το νέο που υποσχέθηκες όταν τους κάλεσες.

Κλέφτες του ήλιου


όταν άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μου και είδα στο βάθος πεταμένο στο πάτωμα το κάγκελο από το παράθυρο του κήπου, η πραγματικότητα και η αναπνοή μου έχασαν τον συγχρονισμό τους,
το απίστευτο είχε συμβεί, είχαν μπει και σε μένα κλέφτες,
και από την άλλη δεν το πίστευα, σαν ο χρόνος να πήγαινε μπρος πίσω, έγινε - δεν έγινε,
αμέσως μετά
καθώς άρπαξα το ρόπαλο και χύμηξα στο δρόμο αποφασισμένος να προλάβω, να τον πιάσω αυτόν που μπήκε, ταυτόχρονα μούδιαζα με εκείνο το περίεργο και ανατριχιαστικό συναίσθημα όταν σε κλέβουν, σαν να μπαίνουν μέσα σου χωρίς να το θες.
Όμως ήμουν τόσο αποφασισμένος να αφεθώ στην οργή μου, καθώς φέρμαρα πάνω κάτω τους γύρω δρόμους, το έβλεπα μπροστά μου σαν να κάνω fast forward, αν τον πετύχαινα δεν θα δίσταζα, θα όρμαγα κατευθείαν επάνω του με το ξύλινο ρόπαλο μου, καθώς θα το στριφογύρναγα προς το κεφάλι του αυτός θα σήκωνε τα χέρια του για να προστατευθεί, εγώ όμως μια στα γόνατα να πέσει κάτω να μην μπορεί να τρέξει, μια στους αγκώνες μην βγάλει κάνα κατσαβίδι και μετά προσεκτικά στο πλάι του κεφαλιού ίσα ίσα να πάθει διάσειση και μετά θα του έσπαγα σε κομματάκια τα δάχτυλα από τον καρπό, να μην ξανακλέψει  ποτέ, θύμα θύτης δικαστής τελειωτικός τιμωρός θα του έσπαγα το κεφάλι, τα χέρια δεν με ένοιαζε.
Ήμουν, τόσο σίγουρος που έκανα και αστεία με την φαντασία μου, σκέψου την ώρα που τον χτύπαγα να έβγαινε από κάνα σπίτι μια λευκόδερμη, σαραντάρα, Συριζαία, αρχιτεκτόνισσα και να ερχόταν πάνω από το κεφάλι μου και να μου φώναζε  «η ιδιοκτησία είναι κλοπή», και εγώ με τον τύπο από κάτω μου να της εξηγώ ότι και εγώ το έχω φωνάξει αλλά όχι να μπαίνουν στο σπίτι ΜΟΥ, να κλέβουν ΕΜΕΝΑ,
να κλέβουν τους άλλους, τους  πλούσιους δεν ξέρω

στις επόμενες ημέρες η οργή δεν μειώθηκε, προσπαθούσα να αναπαραστήσω την σκηνή, πως πήδηξαν από το παράθυρο, εγώ θα μπορούσα; ήταν πιο δυνατοί από μένα; από που έφυγαν; δεν τους είδε κανείς γείτονας, μήπως δεν ήταν έτσι όπως φαινόταν; μήπως ήταν κάποιος βαλτός; γιατί εμένα; έφτασα στο σημείο να σκεφτώ ότι η πρώην μου που μόλις είχαμε χωρίσει μπορεί να το έκανε και το σκηνοθέτησε να φαίνεται σαν κλοπή.  Τι να έκανα, να την έπαιρνα τηλέφωνο; σιγουρα θα με κορόιδευε

Τους επόμενους μήνες κάθε τόσο έψαχνα στις αγγελίες μήπως βρω κάτι, ειδικά τα κομπιούτερ. Εκεί είχα όλη την προηγούμενη δουλειά μου, χορογραφικές ιδέες, μαθήματα, περιγραφές, εικόνες, μου είχαν κλέψει όλη την ζωή μου, έτσι αισθανόμουν,
έστειλα και μηνύματα στον εαυτό μου για την πιθανότητα ο κλεπταποδόχος να μην είχε σβήσει τον σκληρό δίσκο και να έκανε χάζι διαβάζοντας ότι είχα γράψει.
Έφτασα στο σημείο να φανταστώ ότι αφού θα διάβαζε όλη την αλληλογραφία μου θα διάβαζε και ότι mail είχα ανταλλάξει με την κοπέλα που αγαπούσα και που η σχέση μας είχε πάει άσχημα, και μπορεί ο κλέφτης να έβλεπε με πιο καθαρό μάτι από μένα όλα τα λάθη μου και να παρεμβαλλόταν, να άρχιζε αυτός να αλληλογραφεί μαζί της και αυτός θα ήξερε τι να πει, τι να μην κάνει και στο τέλος μπορεί να ερωτευόταν αυτόν η κοπέλα μου.

Το κενό στην θέση της οθόνης που μου είχαν κλέψει είχε γεμίσει με παράνοια


Όταν ένα χρόνο μετά με πήραν από την αστυνομία και μου είπαν ότι είχαν αναγνωρίσει από ένα μισό αποτύπωμα που είχαν βρει στο σπασμένο παράθυρο τον άνθρωπο που με είχε κλέψει αισθάνθηκα περίεργα. Όχι μόνο διότι ήταν Έλληνας, αυτό το είχα καταλάβει με την ευκολία που μου είχαν πει όταν είχα πάει για κατάθεση «Γεωργιανοί το έκαναν» αλλά γιατί μου είπαν και το όνομα του, Τώρα ήξερα ποιος ήταν αυτός που με έκλεψε.
Το επώνυμό του, Α.....ς  δεν ήταν όνομα κλέφτη. Ωραίο όνομα, μου θύμιζε το όνομα ενός κομψευάμενου που τον είχαν διορίσει και μοίραζε κατοστάρες χιλιάδες ευρώ για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις κατά τους παραολυμπιακούς, σε ομάδες που δεν είχαν σχέση με ανάπηρους. Κανείς δεν τον είχε κατηγορήσει, ενώ τον δικό μου Α....η με μισό αποτύπωμα πιάσ'τον.
 Αλλά δεν τον είχαν πιάσει, απλά ήξεραν ποιος είναι, εγώ τριγύρναγα στην πόλη και κάποιος που με είχε κλέψει τριγύρναγε και αυτός ελεύθερος στην ίδια πόλη και εγώ ήξερα το όνομα του.
Είχα και μια διεύθυνση, στο Φάληρο, πέρασα, δεν βρήκα τίποτα, αγριοκοίταζα τους γείτονες σαν να ήταν γειτονιά κλεφτών.


Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, πήγα στα δικαστήρια στην Λεωφ. Αλεξάνδρας, δικαζόταν.
Πήγα τρίτη φορά μέσα σε δύο εβδομάδες, καθώς υπήρχαν πολλές δίκες πριν την δική του και ήμουν υποχρεωμένος σαν μάρτυρας.
Πήγα πάλι από νωρίς, όπως και την πρώτη ημέρα που είχα πάει με κάποια απροσδιόριστη ταραχή, κοίταζα τους ανθρώπους γύρω μου, ποιος ήταν ο κλέφτης μου; ο δικός μου, αυτός που με είχε παρακολουθήσει και διάλεξε το σπίτι μου, άραγε πως του φάνηκε; αυτά που εγώ μάζευα και αγάπαγα τι αξία είχαν για αυτόν καθώς τριγύρναγε μέσα και τα σάρωνε;
Κοιτάζοντας τον, κοιτάζοντας την διαφορά μας θα καταλάβαινα ποιος ήμουν εγώ.
Ποιοι είναι οι κλέφτες από όλους αυτούς εδώ γύρω μου; Αυτός εκεί ο τσαμπουκάς; Πως θα ήτανε ο δικός μου, ο κλέφτης μου;
Κοίταζα γύρω να διακρίνω, γεμάτη η αίθουσα από αστυνομικούς, ασφαλίτες, πως τους καταλαβαίνεις; ποιοι ήταν οι ασφαλίτες; Αυτοί με το βλέμμα που δεν κατεβαίνει συνεσταλμένα όταν συναντιέται με το δικό σου, που κοιτάζει αμέσως πίσω, εξεταστικά.
Οι άλλοι τι ήταν; Συγγενείς, δικαστές; δικηγόροι;
Άκουγα δύο δικηγόρους να συζητάνε στο διάλειμμα, «η Ρωσία θα μας σώσει»…….. «η πτώση της θερμοκρασίας στην Αμερική είναι σχεδιασμένη»...... τι διαφορετικό λένε οι χρυσαυγίτες; και μετά κατηγορούμε τους δικαστές
Κάθε δικηγόρος και μια βοηθός, ντυμένες στο όριο σοβαρότητας αλλά και σεξουαλικής εμφατικότητας, μαύρο καλτσόν, φούστα που να αναδεικνύει τον κώλο και τις γάμπες, 8 ίντσα τακούνια, γιατί το κάνουν; για να καυλώσουν τους δικαστές και να εξασφαλίσουν εύνοια για τον πελάτη; για να ανθρωποποιήσουν την νομική διαδικασία; ή απλά για να ανελιχθούν; Η εκπόρνευση μόνο μέσα σε αυταρχικά περιβάλλοντα ανθίζει.

 Και ξαφνικά τον είδα.
Πως είναι οι κλέφτες στα βιβλία του Ηλία Πετρόπουλου; στον Φουκώ ή στον Ζενέ; Καμιά σχέση. Ένας τυφλοπόντικας, ζωώδης, μια μουσούδα άνθρωπος, χωρίς κλάψες, χωρίς την αγωνία για επιείκεια
Μου φαινόταν τεράστιος
Καθώς είχε γεμίσει με κατηγορούμενους η αίθουσα ανακατεύτηκα ανάμεσά τους και πήγα και έκατσα δήθεν άσχετα δίπλα του.
Πως είναι το σώμα ενός κλέφτη;
πως είναι το σώμα ενός που δουλεύει με το σώμα του; ενός μπουκαδόρου,
σβέλτο, σαν μαύρου; αυτοί είναι οι δικοί μας μαύροι, 
σκεφτόμουν ότι θα αισθανόμουν την δύναμη του σώματός του καθώς έγερνα ανεπαίσθητα για να τον ακουμπήσω, θα ήταν διαφορετική απο αυτή των χορευτων; ας πούμε του Αλβιν Αίηλυ.
Τίποτα, έγερνα και δεν συναντούσα τίποτα, ήταν άδειο.
Έχει κοπέλα; ποιά μπορεί να είναι από όλες εδώ μέσα
Την πρώτη ημέρα τον είχε πλησιάσει μόνο η μητέρα του, χωρίς δάκρυα, σαν συνηθισμένη σε αυτό, πιο μακριά καθόταν μια γεροντότερη, θεία;
Όταν έγινε μια διακοπή τις είχα πάρει από πίσω, μπήκα στο ασανσέρ μαζί τους, δεν με ήξεραν, κρυφάκουγα τις συνομιλίες τους, να τις καταλάβω, πως είναι η οικογένεια ενός κλέφτη; είχαν έρθει από την Κόρινθο,
«Έλα να δεις που σε' φερα, τώρα θα σε πάω στον ήλιο» έλεγε και ξανάλεγε η μάνα στην γεροντότερη.
Θα σε πάω στον ήλιο
Τις ακολούθησα, δεν σταμάτησαν σε κανένα καφέ, όλη την ώρα της διακοπής τριγυρνάγαν γύρω από τα δικαστήρια και έκατσαν στη πεζούλα των προσφυγικών, των δικών μου προσφυγικών, εκεί ακριβώς που είχαμε αρχίσει την παράσταση το 2004. Πέρασα από μπροστά τους και πήγα λίγο παρακάτω αλλά πρόλαβα και είδα τους τότε χορευτές μου, τον Μπένο, την Μαρκέλλα, την Βάνα, τον Κώστα, την Κα Ελένη, την τότε κοπέλα μου, τον Νίκο Βαλκάνο και όλους τους φίλους του καλλιτέχνες που είχε κουβαλήσει να συμμετάσχουνσκέφτηκα όσους που αν έπιαναν εμένα θα ερχόντουσαν στο δικαστήριο, όλους όσους προστάτεψαν το σώμα μου και δεν έγινα και εγώ κλέφτης. Σκέφτηκα την μητέρα μου πως με είχε φροντίσει, πόσο διαφορετικό ήταν το δικό μου σώμα. Μετά την πρώτη δίκη είχα τρέξει αμέσως σπίτι και την είχα αγκαλιάσει.
Εκείνη την ημέρα, όταν έφευγαν τις πήρα από πίσω, θα περπατούσαν μέχρι το κέντρο με τα πόδια για να πάρουν το λεωφορείο για τα ΚΤΕΛ. Κατεβαίνοντας την Ασκληπιού περνάω μπροστά από κάποιον που πουλάει μεταχειρισμένα Hi End, τις παρατάω για λίγο και μπαίνω μέσα, ψάχνω έναν ενισχυτή για το στούντιο. Βλέπω έναν τελικό Quad του 1976, τότε έκανε ολόκληρη περιουσία, αλλά μετά από τόσα χρόνια ελπίζω ότι θα τον πάρω για τίποτα, έτσι! για να ικανοποιήσω την νεανική μου επιθυμία,  
Τον πουλάει 500 ευρώ! Δεν κωλώνει από το  έκπληκτο και αμέσως κοροϊδευτικό χαμόγελό μου, «αυτόν θα τον πουλήσω στην Γερμανία, εκεί καταλαβαίνουν από καλά μηχανήματα» μου λέει περιφρονητικά, για όλη την χώρα, αυτός ένας άνθρωπος που ζει από τα πλεονάζοντα υπόλοιπα του χόμπυ των εχόντων.

Εν τω μεταξύ σήμερα στο δικαστήριο μέχρι να έρθει η ώρα δικάζονται κάποιοι σκουρόχρωμοι, όλοι σκουρόχρωμοι, που δεν πνίγηκαν από το Λιμενικό.
Παρελαύνουν οι μάρτυρες κυρίως αστυνομικοί, δεν θυμούνται τίποτα, δεν έχουν κάτσει να ξαναδιαβάσουν τις καταθέσεις τους, όλες οι συλλήψεις είναι δύο τριών χρονών παλιές και οι κρατούμενοι είναι ήδη στην φυλακή.
«Όλοι αυτοί μοιάζουν κύριε πρόεδρε» λέει ο αστυνομικός που κυνηγούσε κάτι Αφγανούς, στην ερώτηση του προέδρου αν είναι αυτοί που έπιασε τελικά....
...ένα κομπολόι πέφτει από τον μεταφραστή ο οποίος σκύβει και δεν ακούει την ερώτηση για να μεταφράσει..... οι κατηγορούμενοι όλοι λένε «δεν είμαστε εμείς».....«μέσα στο πλήθος χάνονται αυτοί κύριε πρόεδρε».....
Ήξερα το όνομα του Έλληνα που με έκλεψε και δεν αναγνωρίζουν το πρόσωπο αυτού που έχουν μπροστά τους
Μντ Μπντ Μπουντου... ο δικαστής προσπαθεί να προφέρει το όνομα ενός Αφγανού..... ο εισαγγελέας σαρκάζει το όνομα, και αυτός ελληνολάτρης;
«Δεν με άφησαν να μιλήσω»
«Είδα που χτυπούσαν κάποιον και πλησίασα και άρχισαν να με χτυπούν και μένα»
Δυο αδέλφια Αλβανοί με χειροπέδες, κάποιος πήγε να περάσει ανάμεσα τους και δεν καταλάβαινε που άρχιζε η αλυσίδα.
Οι ποινές, οι αγορεύσεις, οι απολογίες προκαθορισμένες, η επαναλαμβανόμενη νουθέτηση του προέδρου προς τους κατηγορούμενους πριν τους ξαναπάρουν πίσω στα υπόγεια «οφείλετε στον εαυτό σας να προσπαθήσετε» βαριεστημένη επιβεβαίωση του πρωταγωνιστικού του ρόλου
Το δικαστήριο σαν θέατρο για τα ματιά των θεατών, συγγενών.

Όταν φώναξε ο πρόεδρος τους μάρτυρες, σηκωνόμαστε οκτώ μάρτυρες κατηγορίας, τους κοιτάζω, όλοι καλοντυμένοι, πάνω από τα 50, είμαι πενήντα και εγώ; πολυάσχολοι, τσατισμένοι που έχασαν τον χρόνο τους, μένουν Φάληρο, μιλάνε για σπίτια διώροφα και ιδιωτικά γκαράζ στα οποία μπήκε, αισθάνομαι και εγώ ότι ανήκω σε άλλη τάξη από τον κλέφτη, μπορώ να είμαι γενναιόδωρος.
Έρχεται η σειρά μου να καταθέσω, ο πρόεδρος δεν μου ζητάει να ακουμπήσω την Βίβλο και να ορκιστώ, ούτε με κοιτάζει, μα φόρεσα  επιλεγμένα μαύρο δερμάτινο Boss μπουφάν, μαύρο παντελόνι, στο όριο σοβαρότητας και νεότητας, μου ζητάει τυπικά να κοιτάξω τον κατηγορούμενο, είναι η μόνη στιγμή που με κοιτάζει και αυτός.
Κόκκινα άδεια μάτια, πλαστικό φουσκωτό μπουφάν που δεν κρύβει το αδύνατο σώμα, το δέρμα χλωμό, δεν τον χτυπάει ο ήλιος, φυματίωση, HIV άκουσα πριν, σήμερα δεν ήρθε κανείς ούτε η μάνα δεν υπήρχαν λεφτά για το ταξίδι από την Κόρινθο, δεν είχε και ήλιο σήμερα.

Η δικηγόρος, διορισμένη, με μίζερο πρόσωπο και γουρλωτά  μάτια, αλλά μαύρο καλτσόν και μίνι φούστα «ο πελάτης μου δεν είναι σε θέση να υπερασπίσει τον εαυτό του»
 Η τιμωρία του, θα του κλέψουν τον ήλιο. Για ένα χρόνο.

Τι νόημα μπορεί να υπάρχει σε όλο αυτό που συμβαίνει  μπροστά μου; δεν πρόκειται να βρεθεί τίποτα, δεν βρίσκω καν την οργή που θυμάμαι να είχα αισθανθεί, τα κομπιούτερ τα αντικατέστησα, οι παλιές χορογραφίες μου δεν με εκφράζουν πια και αδιαφορώ όταν έρχονται και μου λένε ότι τις θυμούνται και πόσο τους άρεσαν, ιδέες για μαθήματα γεννάω αμέσως μόλις κοιτάξω τους μαθητές, την αλληλογραφία με την πρώην κοπέλα μου προσπαθώ να την ξεχάσω και αυτή σίγουρα θα την έχει σβήσει από χρόνια, οι φωτογραφίες μου θα ήταν χωρίς φαλάκρα. Tελικά τίποτα δεν μου πήρε, κανείς κλέφτης δεν μπορεί να μας πάρει κάτι σημαντικό, αλλά αυτός ο φουκαράς δεν θα σταματήσει να κλέβει, δεν θα κάνει την μεγάλη μπάζα, δεν θα ξεφύγει, θα λιώσει σιγά σιγά.
Ο δικαστής κάνει τον υπολογισμό της ποινής σαν λογαριασμό σε τεφτέρι, με το στιλό σε ένα τσαλακωμένο χαρτί.


Φεύγοντας, μεσημέρι, βρέχει, στέκομαι και σκέφτομαι που να πάω
Σκέφτομαι τα δημοσιεύματα που ζητούν να πουλήσουμε τα «ηλιόλουστα» νησιά μας.
Τις κυβερνητικές προτάσεις και τις κομπίνες με την ηλιακή ενέργεια.
Σκέφτομαι τα δημοσιεύματα που λένε ότι είμαστε εξωγήινοι γιατί δεν μπορούμε να μένουμε στον ήλιο πολύ ώρα.
Σκέφτομαι όλους τους έρωτες μου και τους σκέφτομαι στον ήλιονα ανεβαίνουμε στον Λυκαβηττό με την μηχανή, μεσημέρι με τον ήλιο στην πλάτη μας και να με αγκαλιάζει δήθεν για να πιαστεί, να ταξιδεύουμε με το πρωινό πούλμαν ξαπλωμένη στα πόδια μου και ο ήλιος να έρχεται στο μέτωπο της, με το αυτοκίνητο και τον ήλιο στις πατούσες της στο παράθυρο, να με περιμένει αιώνες αλλά πάντα με ήλιο στα σκαλάκια ή στο τοιχάκι  απέναντι από το Πολεμικό Μουσείο.
Δεν ξέρω  ότι σε λίγη ώρα θα  σκοτεινιάσω, όταν μια γυναίκα θα μου πει ότι δεν μπορεί να μου δώσει αυτό που ζητώ, unconditional love.
Μα αφού εγώ δεν είμαι εγώ ο κλέφτης.

Σκέφτομαι τον κλέφτη μου που τον ξέχασα μέχρι να γράψω αυτό το κείμενο που ποτέ του δεν θα διαβάσει, θα το διαβάσετε εσείς, που ποτέ του δεν θα μιλήσει με ανθρώπους σαν εσάς, θα είναι πάντα στην σκιά,
πως  αλλιώς μπορεί να μπει αόρατος να σας κλέψει; κάτι που θα το ξεχάστε διότι έχετε ζωή μπροστά σας, ποτέ δεν θα τον δείτε
Διάλεξε να ζει χωρίς να τον βλέπουν, δεν θα τον φωτίσει ο ήλιος, διάλεξε να μην έχει συναισθήματα, οι κλέφτες δεν έχουν, δεν είναι σαν τους δολοφόνους, οι κλέφτες δεν νοιάζονται, στην ουσία αυτοί δεν δίνουν καμιά σημασία στην ιδιοκτησία, απλά την χρησιμοποιούν.
Διάλεξε να κινείται στην σκιά, να ζει στο σκοτάδι, στην άκρη του ματιού, εκεί που δεν τον βλέπεις, αν είναι έτσι πως μπορεί να τoν αγαπήσει κάποιος αφού δεν θα είναι συνηθισμένος να τον βλέπουν;
αυτό δεν είναι η αγάπη; όταν ο άλλος μας καταλαβαίνει δηλαδή μας βλέπει. Αυτή είναι η  διαφορά από τα one night stand.

Σκέφτομαι, ότι με χωρίζει με τον κλέφτη μου
Η διαφορά μου από τον κλέφτη μου είναι ότι εμένα με έχει δει ο ήλιος. Οφείλω να μην παραιτηθώ ούτε από τον ήλιο ούτε απ'ότι άλλο ζητώ και έχω χαρεί, έστω και κάποια φορά